- θηλυφόνος
- (thelyphonus). Γένος δηλητηριωδών αραχνοειδών της οικογένειας των θηλυφονιδών. Το πρώτο ζεύγος των σκελών του απολήγει σε δακτυλιωτό πόδι, όμοιο με μαστίγιο. Η κοιλιά του αποτελείται από δώδεκα δακτύλιους· από αυτούς οι τρεις τελευταίοι στενεύουν, σχηματίζοντας ένα είδος σωλήνα, από τον οποίο προεκτείνεται η ουρά. Ο θ. ο γιγάντιος, που απαντά στο Μεξικό, είναι το αντιπροσωπευτικότερο είδος του γένους. Έχει μήκος έως 13 εκ. και είναι πολύ δηλητηριώδης.
* * *οζωολ. γένος αραχνιδίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thelyphonidae < thely- (πρβλ. θηλυ-) + phonidae (πρβλ. φόνος και κατάλ. -ίδης)].
Dictionary of Greek. 2013.